τρατάρης — ο πληθ. ηδες, ψαράς της τράτας, κυβερνήτης ή ιδιοκτήτης τράτας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρατάρικο — το, Ν [τρατάρης] αλιευτικό πλοιάριο με τράτα … Dictionary of Greek