τρατάρης

τρατάρης
ο, Ν
ο εργαζόμενος σε τράτα ή ο ιδιοκτήτης τράτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράτα + κατάλ. -άρης (πρβλ. βαρκ-άρης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τρατάρης — ο πληθ. ηδες, ψαράς της τράτας, κυβερνήτης ή ιδιοκτήτης τράτας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρατάρικο — το, Ν [τρατάρης] αλιευτικό πλοιάριο με τράτα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”